- εθελημός
- ἐθελημός, -όν (Α)εκούσιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. (ε)θελη- ([ε]θελήσω, ηθέλησα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐθελημός — willing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθελημοί — ἐθελημός willing masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εθελήμων — ἐθελήμων, ον (Α) εκούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του εθελημός] … Dictionary of Greek